Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τῇ ψάμμῳ τὰ ᾠά

См. также в других словарях:

  • ψάμμῳ — ψάμμος sand fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάμμωι — ψάμμῳ , ψάμμος sand fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MINIUM — inventum primum a Callia Atheniensi, nonaginta circiter annis ante Theophrasti tempora, a quibusdam cinnabari appellatum est, Indici cinnabaris nomine, quô illi saniem draconis elisi vocabant, cum Indicae arboris gummi sit, ut Arrianus docet. Et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ισαριθμώ — ἰσαριθμῶ, έω (Μ) [ισάριθμος] είμαι ισάριθμος, είμαι ίσος κατά τον αριθμό («στρατόν ἰσαριθμοῡντα ψάμμῳ τῇ θαλασσίᾳ»«, Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • καταχώνω — (AM καταχώννυμι και καταχωννύω, Μ και καταχώνω) χώνω κάποιον ή κάτι βαθιά μέσα στη γη ή αλλού, κατακαλύπτω κάποιον ή κάτι με σωρό χώματος ή άλλου υλικού, θάβω (α. «εις κάθε στήθος ένα μαχαίρι στέκεται καταχωσμένον», Κάλβ. β. «ἐν τῇ ψάμμῳ... ὁ… …   Dictionary of Greek

  • ροία — ἡ, Α 1. ροή, ρύση 2. (κατά τον Ησύχ.) «κυλίστρα τῶν ἵππων παρὰ τῷ ποταμῷ καὶ ψάμμῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥόF ja (με επένθεση) < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥoF τού ῥέω* + επίθημα ja] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»